- γραμματοκύφων
- γραμματοκύφων (-ωνος), ο (Α)(ειρωνικά για τον γραμματέα) αυτός που σκύβει πάνω από έγγραφα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα (-ατος) + κύφων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γραμματοκύφων — γραμματοκύ̱φων , γραμματοκύφων porer over records masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek
γραμματοκύφωνα — γραμματοκύ̱φωνα , γραμματοκύφων porer over records masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματοκύφωνες — γραμματοκύ̱φωνες , γραμματοκύφων porer over records masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)